Wikplayer

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Οι νόμοι και οι νομοθέτες

Αιώνες πριν, ήτανε ένας μεγάλος και τρανός βασιλιάς, πολύ σοφός. Κι ήθελε να δώσει νόμους στο λαό του.

  Κάλεσε λοιπόν στην πρωτεύουσα χίλιους σοφούς από χίλιες φυλές, και τους έβαλε να φτιάξουν νόμους.

  Και τους έφτιαξαν.

  Μόλις όμως γράφτηκαν οι χίλιοι νόμοι σε περγαμηνές και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά κι εκείνος τους διάβασε, η ψυχή του θρήνησε πικρά, γιατί ώς τότε δεν ήξερε πως υπήρχαν στο βασίλειο του χίλιοι τρόποι  για να εγκληματίσεις.

  Φώναξε λοιπόν τον γραμματικό του, κι άρχισε να του υπαγορεύει μόνος του τους νόμους, χαμογελώντας. Και οι νόμοι του ήταν εφτά.

  Και οι χίλιοι σοφοί έφυγαν θυμωμένοι και γύρισαν πίσω στις φυλές τους, μαζί με τους νόμους που είχαν συντάξει. Και κάθε φυλή ακολούθησε τους νόμους του δικού της σοφού.

  Γι` αυτό όλες τους έχουν, μέχρι και σήμερα, από χίλιους νόμους.

  Η χώρα είναι μεγάλη, αλλά έχει χίλιες φυλακές, κι οι φυλακές είναι γεμάτες ανθρώπους που έχουν παραβεί χίλιους νόμους.

  Είναι μεγάλη χώρα, ναι, αλλά οι πολίτες της είναι απόγονοι χιλίων νομοθετών και μόνο ενός σοφού βασιλιά.

Χαλίλ Γκιμπράν - Ο Οδοιπόρος

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Το κορίτσι και ο χασισοπότης

  Η ΦΑΪΖΑ ΗΤΑΝ ΚΥΡΙΟΛΕΧΤΙΚΑ αναστατωμένη μέχρι παροξυσμού απ` την ξαφνική ταραχή των αισθήσεων της. Ένιωθε τον εαυτό της να μεγαλώνει, να πολλαπλασιάζεται εώς την αιωνιότητα. Της φαινόταν πως η ζωή της αυξανόταν, αντίθετα με του άντρα που κυλούσε σε μια χωρίς όρια απουσία. Ήταν σαν μια πόλη που απλωνόταν, που κουνιόταν νωχελικά μέσα της, σαν μια ανατολίτικη πολιτεία, με τα παλάτια και τα φώτα της.
 
  Το πάθος της ήταν πλασμένο στο ρυθμό μιας βάρβαρης μουσικής. Σαν καπούλια χορεύτριας που σείονταν από φρενίτιδα, η απόλαυση την είχε μαγκώσει σε μιαν αλυσσίδα απο νευρώδη δεσμά. Ο ήχος απ` τις καστανιέτες έσφιγγε γύρω της σ΄ έναν εκκωφαντικό κύκλο. Άκουγε ένα πλήθος από γυναίκες να ουρλιάζει χειρονομώντας, όπως σ` αυτές τις γιορτές που εξορκίζουν το δαίμονα. Όλα αυτά συνέβαιναν σ` ένα ακραίο, σ` ένα οδυνηρό σημείο του είναι της. Η αρσενικότητα του άντρα τη διαπερνούσε σαν λεπίδι. Η ορμητικότητά του ήταν σαν ενός ποταμού. Ποιανού ποταμου; Ο απέραντος Νείλος με τα  ύπουλα ρεύματα κυλούσε μέσα της. Η απεραντοσύνη του τη δεχόταν. Και το ιερό ρεύμα γονιμοποιούσε την αγαλλίαση της, που φούσκωνε κι υψωνόταν σαν κύμα. Είχε γίνει ένα με τη χαρά, είχε γίνει η ίδια η χαρά.

  Κινιόταν βουτηγμένοι μες στο μουντό, σκοτεινό ρυθμό του πόθου. Όπως ο τροχός του νερού, έτσι κι αυτοί γύριζαν γύρω-γύρω απ` το κέντρο της επιθυμίας τους.

  Η Φάιζα έτρεμε από μια τρέλα που μεγάλωνε ασταμάτητα. Ο εξορκισμός της φαινόταν πως άγγιζε μια μοναδική βιαιότητα. Ήταν μέσα της που λαχάνιαζε ο δαίμονας, έτοιμος να υποκύψει και να βάλει τα κλάματα μόνος του. Ήταν ηλίθια και σκεφτόταν ότι πράγματι βρισκόταν στα νύχια ενός κακοποιού πνεύματος. Αυτή ήταν η γνώμη κι όλων των συγγενών της και κυρίως του πατέρα της, του Αμπού Αφάν Εφέντη, του τελωνειακού. Και το κορίτσι πίστευε ότι ο δαίμονας ήταν αυτή η φλόγα στ` άδυτα του κορμιού της, που την κατάτρωγε νύχτα και μέρα κι έπρεπε να την κατευνάζει κάθε φορά μες στην άγρια αγκαλιά αυτού του παράξενου κοιμισμένου άντρα.

  Ο Μαχμούντ αναδιπλώθηκε αργά για ν` απελευθερωθεί. Λύνοντας τ` αγκάλιασμα έπεσε στο συνηθισμένο του λήθαργο. Η αδειασμένη σάρκα του σώπαινε. Δεν υπήρχε πια σ` αυτόν τίποτε άλλο εκτός από ύπνο και μια περίεργη αποχαύνωση. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο κουρασμένος, όσο μετά απ` αυτή τη μάχη. Κι ένα αίσθημα τύψεων τον κατείχε, γιατί ενόχλησε τ` όνειρό του μ` όλα αυτά τα κουραστικά πράγματα. Ολόκληρο το σώμα του βρισκόταν σ` εξέγερση. Ήταν καυτός. Κι ήταν κι αυτό το κορίτσι στο πλάι του που τον εμπόδιζε να κοιμηθεί. Να την πάλι που αναστέναζε! Ω, πόσο άσκοπα του φαίνονταν όλα!

  - Πουτάνας γιοι, πουτάνας γιοι, μουρμούρισε μες στο κενό.

  Αλλά παρ` όλο που η φωνή του ήταν αδύνατη, το κορίτσι άκουσε τη βρισιά σαν σε όνειρο. Ήταν το αγαπημένο του ρεφρέν, που τον γύριζε πίσω απ` τις περιπλανλησεις του. Εκείνη πίστευε πως κάθε φορά έφευγε για ένα ταξίδι στην κόλαση.

 - Ποιοι γιοι πουτάνας; Ποιον βρίζεις έτσι συνέχεια;

  Της έριξε μια λοξή ματιά, θολή, σχεδόν πεθαμένη. Η ερώτηση της είχε διαταράξει τη μακαριότητα της αποχαύνωσης του. Δεν τ` άρεσαν οι ερωτήσεις, ακόμα κι οι πιο απλές λέξεις που ζητάνε μιαν απάντηση.

 - Που να ξέρω; Είπε με μιαν απόμακρη φωνή, που φαινόταν να βγαίνει από βαθύ πηγάδι. Πλάσματα, άνθρωποι, ζώα, ποιος ξέρει; Όλα γεννοβολήματα πουτάνας σου λέω!

 - Αλλά που βρίσκονται; Αυτό πες μου, ξαναρώτησε το κορίτσι ενοχλημένο.

   Ήταν ωχρή κι αναστατωμένη, έτσι που τον άκουγε να μιλάει τόσο αόριστα. Η κουβέντα του ήταν άμορφη, ασουλούπωτη, σαν τα κουρέλια ενός ζητιάνου. Δεν είχε καταφέρει ποτέ της να βρει μια συνοχή σ` όλα αυτά.

 - Λοιπόν! Απαντησέ μου! Κοιμήθηκες ξανά; Είπε απλώνοντας ένα τρομαγμένο χέρι στ` ασάλευτο κορμί του.

  Ναι, είχε ήδη κοιμηθεί. Κτατάλαβε πως δεν μπορούσε πια να μείνει ξύπνιος, έτσι τον άφησε στην ησυχία του, κι έμεινε για λίγο σκεφτική. Το περίεργο ήταν πως δεν ένιωθε κανένα φόβο που `μενε μόνη μ` αυτόν τον άνθρωπο, σ` εκείνη την παράξενη φρικτή σοφίτα. Δε σκεφτόταν ούτε στιγμή, ούτε το μέρος που βρισκόταν. Μόνο τις ώρες που `χε περάσει στο κρεβάτι του, ιδρωμένη απ` την ζέστη και τρέμοντας σκεφτόταν. Τ` απόγεμα είχε φανεί ατελείωτο όπως και το βραδινό φαγητό με την οικογένεια μαζεμένη γύρω απο το τραπέζι. Το `χε σκάσει μόλις κοιμήθηκαν οι γονείς της κι είχε ανέβει -παραπατώντας στην αιωνιότητα- τη μελαγχολική σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα. Κι εκείνος στην αρχή δεν ήθελε να ξυπνήσει! Αναγκάστηκε ν` ανάψει το κερί μόνη της. Μετά χώθηκε δίπλα του στο βρομερό κι αποκρουστικό αχυρένιο στρώμα. Περίμενε καρτερικά να την πάρει εκείνος, να θελήσει εκείνος πραγματικά να την λυτρώσει. Για να το αποσπάσει απ` την κούραση του, επιχειρούσε χάδια που της ήταν άγνωστα , χάδια που έβγαιναν απ` τα βάθη της αισθησιακής της συνείδησης, κάτω απ` την καθοδήγηση κάποιου κακού πνεύματος.

  Η Φάιζα νόμισε πως ονειρευόταν. Το καθετί γύρω της αυτό ενθάρρυνε. Γιατί αν δεν ονειρευόταν, πως μπορούσε να είναι εκεί, χωρίς να φοβάται; Τόσο έξω απ` το χρόνο είσαι μόνο στα όνειρα. Δεν μπορούσε να καθορίσει την πραγματικότητα, παρά μόνο μέσα στο κενό πλαίσιο των όσων είχε ζήσει μέχρι τώρα. Έξω απ` αυτόν τον οικογενειακό κύκλο όλα ήταν όνειρα. Κι αυτό ακριβώς ήταν που την τραβούσε, που της έδινε το θάρρος να κάνει όλα τούτα τ` απίθανα πράγματα.

  Κι αυτή η αποπνικτική ζέστη; Ήταν κι αυτή ένα όνειρο; Όχι δεν μπορούσε να πιστεύει άλλο σ` αυτό. Ενάντια στην ύπαρξη της, ο νους της αρνιόταν να γραπωθεί πια απ` το εξωπραγματικό. Σκέφθηκε να ξυπνήσει τον Μαχμούντ.

  Τρανταγμένος εκείνος ξανάπε με μια φωνή τόσο απόμακρη, σαν να `ρχόταν από ξένους κόσμους.

 - Πουτάνας γιοι! Πουτάνας γιοι!

 - Πάλι τα ίδια; Δεν τελείωσες με τις βλαστήμιες σου; Έλα, μα τον Προφήτη! Ξύπνα! Γιατί κοιμάσαι συνέχεια; Φοβάμαι να μένω μόνη!

 - Όλοι αυτοί οι πουτάνας γιοι, είπε σιγανά ο Μαχμούντ, περνώντας το χέρι του πάνω απ` το πρόσωπο του, όχι, έφυγαν... Μόλις ονειρευόμουν ότι με κυνηγούσε ένα κοπάδι από σκυλιά. Άσπρα σκυλιά, μαύρα, κι άλλα με κοκκινωπό τρίχωμα. Εκείνα ήταν που με φόβισαν περισσότερο. Το `σκαγα μέσα απ` τα μονοπάτια, χανόμουνα σ` αδιέξοδα, αλλά εκείνα ήταν πάντα πίσω μου, με τα μεγάλα, τεράστια δόντια τους. Ίσως να `ταν λύκοι, δεν ξέρω. Άκου κορίτσι μου, σήκω φύγε!

  Βιαζόταν να του αδειάσει τη γωνιά, για να ξαναρχίσει τη μεθυστική του κούρσα μες στον ύπνο. Η κοπέλα, που μόλις πριν λίγο του `χε προσφέρει τον εαυτό της, δεν είχε πια γι` αυτόν κανένα ενδιαφέρον. Το μόνο που τον έμελε ήταν η μικρή μπάλα του χασίς, που τη μασάς ηδονικά για να ρουφήξεις  όλο το χυμό ή την ανακατεύεις στο μεθυστικό καπνό του ναργιλέ. Από τότε που έσμιξε μαζί της μια φορά  κάτω απ` την επίδραση του θείου ναρκωτικού, δεν τα κατάφερε ν` απαλλαγεί από αυτήν. Κι αν τουλάχιστον μπορούσε να μείνει σιωπηλή. Όμως όχι, είχε γελοίους φοβισμένους τρόπους, που τον νευριάζανε. Ήθελε να τη μάθει να κοιμάται, να σέβεται το λήθαργο -τον αδερφό του θανάτου- που εκείνος τόσο τον αγαπούσε. Αλλά αλίμονο, αυτή δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ήταν πεισματάρα, όπως όλα τα κορίτσια του είδους της.

  Ο καημένος ο Μαχμούντ είχε μείνει πέντε μέρες χωρίς ούτε ένα κομματάκι χασίς. Ήταν μια κατάσταση που δεν είχε το ταίρι της και νόμισε πως ήταν η αρχή μιας μεταμέλειας, στην πραγματικότητα όμως οφειλόταν μόνο στην έλλειψη αυτού του περίεργου μέταλλου, που το `λεγαν ασήμι, στην απόλυτη αδεκαριά μ` άλλα λόγια.

  Δεν μπορούσε να καταλάβει τη σημασία που `δινε ο κόσμος σ` αυτό το καταραμένο μέταλλο, ούτε γιατί υπήρχε. Εκείνο το πρωινό μάταια αγωνιζόταν να εξηγήσει στον Μαιτρ Ντάργουιτς -τ` αφεντικό ενός τεκέ στο Αμπντίν- την απανθρωπιά του να ζητά χρήματα από ανθρώπους που δεν μπορούν να έχουν και τη φοβερή ανάγκη που υπήρχε να μη μείνει αυτός, ο Μαχμούντ, χωρίς το μοιραίο ναρκωτικό. Αλλά ο γιος της πουτάνας δεν ήθελε ν` ακούσει. Κούνησε μόνο το κεφάλι του και χάιδεψε ένα μικρό αγόρι που καθόταν πλάι του. Όλοι αυτοί οι στενόμυαλοι άνθρωποι τον εμπόδιζαν να ζήσει τη μόνη πραγματική απόλαυση που `χε βρει σ` αυτόν τον κόσμο της δυστυχίας. Υπήρχαν χιλιάδες ίσως έτσι, που `μπαιναν στο δρόμο του, και δεν τον άφηναν ήσυχο ούτε λεπτό. Όταν περπατούσε στο δρόμο δεν κοιτούσε κανένα, τόσο πολύ τους μισούσε όλους αυτούς. Όλοι αυτοί οι περιάσχολοι άνθρωποι γύρω του, κουβαλούσαν μιαν άσκοπη ενεργητικότητα, που την ένιωθε να βαραίνει στους δικούς του ώμους, να τον λυώνει.

 - Γιατί στέκεσαι έτσι κοιτάζοντας το τίποτα; είπε το κορίτσι, που ακόμα δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη να φύγει. Μαύρα κι άσπρα σκυλιά, κι άλλα κόκκινα, τι σημαίνουν όλα αυτά; Θα ρωτήσω την Ομ Χάναφι, αυτή εξηγεί πολύ καλά τα όνειρα. Μα συνέχεια ονειρεύεσαι; Στ` αλήθεια τι είσαι; Άνθρωπος ή δαίμονας; Μα τον Προφήτη, πως ζεις;

  Ο Μαχμούντ δεν είχε καμιά όρεξη ν` απαντήσει, αλλά η τελευταία ερώτηση τον άγγιξε αδιόρατα. Πως ζούσε; Στ` αλήθεια αυτή ήταν μια εξαιρετική ερώτηση. Αναγνώριζε πως άξιζε μια απάντηση, αλλά παρ` όλα αυτά δεν μπορούσε να τη δώσει.

 - Πώς ζω; Και τι σε νοιάζει εσένα; Ναι, ονειρεύομαι συνέχεια! Η Ομ Χάναφι είναι μια πουτάνα που δεν ξέρει τι της γίνεται! Καμιά γυναίκα δεν ξέρει τι της γίνεται! Τα σκυλιά δεν είναι μόνο στα όνειρα μου, τα σκυλιά είναι πάντα πίσω μου, δεν μπορώ να ξεμυτίσω από τούτο το δωμάτιο, χωρίς να με κατασκοπεύουν και να ορμάνε πίσω μου, με χιλιάδες μορφές και παραλλαγές σχημάτων. Μια μέρα θα πεθάνω, θα με θάψουν σε φούρνο.

  Αυτό δεν ήταν ένα απ` τα συνηθισμένα χασικλίδικα αστεία του. Το `ξερε και το στόμα του χαμογελούσε, ενώ το μούτρο του ήταν μουντό και νυσταλέο. Γεγονός είναι ότι συχνά συνήθιζε, κάτω απ` την επίδραση του χασίς, να ονειρεύεται πως ήταν σ` ενα μεγάλο φούρνο, που τα τοιχώματα του ήταν στρωμένα με κάρβουνο και το ταβάνι του χανόταν στο συννεφιασμένο ουρανό. Στο πάτωμα άστραφταν νομίσματα των 20 πιάστρων, κατακαίνουργια, αλλά δίσταζε να τα μαζέψει από κάτω. Σε μια γωνιά, απ` όπου υψώνονταν άσπρα σύννεφα ατμού, ένα τετράχρονο κοριτσάκι μιμούνταν το χορό της κοιλιάς, με τις πρόστυχες χειρονομίες μιας γριας θεατρίνας. Σε μιαν άλλη γωνιά υπήρχαν μικροσκοπικά φοινικόδεντρα, όπου αντί για χουρμάδες κρεμιόνταν πολύτιμα κοσμήματα. Ο Μαχμούντ βρέθηκε στριμωγμένος δίπλα σ` έναν που πουλούσε μήλα, απαναλαμβάνοντας αδιάκοπα: << Πουλάω στήθια νεαρών κοριτσιών >>. Απ` το μέρος του είδε τον αρχιφούρναρη να βάζει στη σειρά μεγάλα καρβέλια από αραποσίτι, αφού τα `χε βγάλει απ` το φούρνο. Και τότε συνέβη το πιο ωραίο και καταπληκτικό πράγμα. Αυτά τα μεγάλα καρβέλια πήραν την όψη ζωντανής σάρκας και φούσκωναν, φούσκωναν, μέχρι που άρχισαν να κουνιούνται σαν τα παχουλά και γυαλιστερά πισινά των γυναικών. Ο Μαχμούντ ήταν χαμένος σ` αυτήν τη λάγνα άνθηση. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, βρέθηκε σ` ένα μεγάλο έρημο λιβάδι, όπου το χασίς φύτρωνε άφθονο.

 - Σε φούρνο; Γιατί να σε θάψουνε σε φούρνο; Δεν είναι αλήθεια, κανέναν δε θάβουνε εκεί. Γιατί λες πάντα τέτοιες ιστορίες; Μα τον Προφήτη, είσαι άρρωστος. Κάποιος είπε χθες πως κάπνιζες ένα βρομερό ναρκωτικό που θα σε τρελάνει. Όχι, δε θυμάμαι ποιος το `πε. Αλλά λένε ένα σωρό ιστορίες εναντίον σου στην γειτονιά και τρέμω που τις ακούω. Στ` αλήθεια θα `θελα να πεθάνω.

 -Σκάσε ηλίθια, είπε ανυπόμονα ο Μαχμούντ. Τέλειωσες να μου γανώνεις τ` αυτιά με το καταραμένο σου κουτσομπολιό; Τι με νοιάζει τι λένε για μένα; Είμαι καμιά παρθένα που πρέπει να παντρευτεί; Όλοι όσοι ζούνε στη γειτονιά είναι βλάκες. Όσο για τις γυναίκες, είναι όλες πουτάνες. Το μόνο που κάνουν είναι να κουτσομπολεύουν, όταν δε βρίσκουν άντρα για να κοιμηθούν μαζί του. Πώς θα μ` άρεσε να τους κατουρούσα τα κεφάλια! Όσο για το ναρκωτικό που θα με τρελάνει, πέντε μέρες έχω να το μυρίσω. Αν συνεχισθεί αυτό για λίγο ακόμα, θα τελειώσει ο κόσμος.

 - Γιατί θα τελειώσει ο κόσμος; Ρώτησε η κοπέλα απλοϊκά παραξενεμένη.

 - Ναι κοπέλα μου, σου λέω, θα πάψει να υπάρχει ο κόσμος. Πώς θές να υπάρχει ο κόσμος χωρίς χασίς; Και το χασίς θα εξαφανιστεί απ` τον κόσμο. Ο Θεός δεν το επιτρέπει πια. Μου το `πε ο Κααμπούρ. Δεν ξέρεις τον Κααμπούρ; Εκπληκτικός άνθρωπος! Μπορείς να φανταστείς, τι άρχισε να κάνει, όταν έμαθε τα νέα; Μαζεύει όλο το χασίς που μπορεί να βρει και το κρύβει προσεκτικά στο μαγαζί του θείου του, του παπουτσή. Αλλά είναι πουτάνας γιος! Πώς μπορεί να το κρύψει; Μπορεί κανείς να κρύψει το χασίς;

  Ο Μαχμούντ δεν πίστεψε ποτέ του τα περίεργα νέα που του ανάγγειλε ο Κααμπούρ. Η ιδέα της ολικής εξαφάνισης του χασίς τον βασάνιζε για κάμποσες νύχτες, χωρίς να μπορεί να βρει σ` αυτήν το παραμικρό ίχνος αληθοφάνειας. Τώρα όμως που δεν είχε μπορέσει να προμηθευτεί το ναρκωτικό, που τόσο πολύ λαχταρούσε, φανταζόταν πως η μοιραία διαταγή είχε επιβληθεί και έβρισκε ευχαρίστηση πιστεύοντας πως ήταν κι αυτός ένα θύμα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Μ` αυτόν τον τρόπο η καταστροφή του φαινόταν πιο υποφερτή, λόγω της παγκοσμιότητας που είχε.

 - Κρύβει κανείς το χασίς; επανέλαβε. Καταραμένος ας είναι ο πατεράς του!¨Λάσπη μάλλον θα `κρυψε, αλλιώς θα το `χε καπνίσει. Δεν μπορεί κανείς να `χει το χασίς, χωρίς να το καπνίζει! Ας τους μεταμορφώσει σε γουρούνια ο Αλλάχ, όλους αυτούς τους πουτανογεννημένους! Θέλω να καπνίσω κοπέλα μου! Πρέπει να καπνίσω!

 - Είναι αλήθεια ότι ππέπει να καπνίσεις; είπε αργά το κορίτσι, αρχίζοντας να βαριέται όλα αυτά τα μυστήρια. Γιατί να καπνίσεις;

 - Γιατί να καπνίσω; Για να ξεχάσω, κορίτσι μου!

 - Να ξεχάσεις τι;

 - Δεν καταλαβαίνεις; Να ξεχάσω όλους αυτούς τους μπάσταρδους! Όλα αυτά τα σκυλιά, που δε σταματάνε να με κυνηγάνε με τα μεγάλα τους δόντια. Να ξεχάσω, να φύγω απ` τ` αυτοκίνητα, τα τραμ, τις άμαξες κι όλους τους εμπόρους που μου ζητάνε λεφτά! Αχ να γλυτώσω! Να κρυφτώ στο φούρνο! Ύστερα στο μεγάλο λιβάδι, όπου το χασίς μεγαλώνει λεύτερο σαν το τριφύλλι!

  Σταμάτησε, απορώντας που μίλησε τόσο. Όπως ύστερα από μια κραιπάλη με χασίς, ένιωσε μια λιγούρα για φρούτα και γλυκά. Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν βαρύς λόγω της κλειστής πόρτας. Στο λαιμό της μπουκάλας το κερί σωνότανε αργά. Τα πόδια της κοπέλας ακουμπούσαν πάνω στο Μαχμούντ κι αυτή η επαφή έκανε τον πόθο του να ξαναφουντώσει. Σαν κάτω απ` τους νόμους του μοιραίου, χάιδεψε τα πλούσια μπούτια της.

  Η Φάιζα δεν ένιωθε πια ευχαρίστηση απ` τα χάδια του. Η σάρκα της δε βασανιζόταν πια, ήταν ικανοποιημένη επιτέλους. Ο δαίμονας ήταν νεκρός αυτή τη φορά, πραγματικά νεκρός. Κι αυτή η αίσθηση την αποβλάκωνε. Η ηρεμία ήρθε μέσα της απ` όλες τις μεριές σαν φρέσκο αγιάζι, τη δρόσισε, την κούνησε, τη νανούρισε. Τα πάντα γύρω πήραν ένα απόμακρο, ακατανόητο νόημα. Μισοσηκώθηκε, έψαξε πάνω στο στρώμα για ττο φουστάνι της που `ταν κατατσαλακωμένο, και το φόρεσε χωρίς βιασύνη. Οριστικά ήθελε να φύγει.

 - Άντε πήγαινε τώρα κάτω, κι άσε με στην ησυχία μου, ξανακούστηκε η περίεργη φωνή του Μαχμούντ. Εξαιτίας σου δε θα μπορέσω να ξανακοιμήθώ! Μα τον Αλλάχ, δεν ξέρω ποιος με πέταξε σ` αυτήν τη σοφίτα! Καταραμένη να `ναι η μέρα που `ρθα να ζήσω εδώ... αλλά αυτή είναι η μοίρα μου, μια σκέτη αηδία. Πρώτα ζούσα στο υπόγειο του σπιτιού των Γουάφκς και κανείς δεν ερχόταν να μου ζητήσει το νοίκι. Στο διπλανό δωμάτιο ζούσε ένας νιόπαντρος φανοκόρος.Αλλά αυτόςο γιος της σκύλας, όποτε του καύλωνε πηδούσε τη γυναίκα του αφήνοντας τους δρόμους στο σκοτάδι. Τον απολύσανε ύστερα από μερικές βδομάδες κι η γυναίκα του έκλαιγε νύχτα-μέρα και δε μ` άφηνε να κοιμηθώ. Να, γιατί έφυγα. Δε μ` αφήνουν πουθενά ήσυχο. Αχ! Να `χα μόνο λίγο χασίς! Αλλά όχι, δεν υπάρχει πια χασίςκι ο κόσμος θα τελειώσει...

  Τον πρώτο καιρό που πήγαινε εκεί η Φάϊζα, φοβόταν στ` αλήθεια. Ήθελε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε· η αποβλάκωση την κρατούσε ακίνητη, το βλέμμα της χανόταν σ` όλα και σε τίποτα. Η μισόσβηστη φλόγα του κεριού έβγαζε ένα μαύρο καπνό κι υψωνόταν στο ταβάνι σαν κοτσίδα. Κοντά σ` ένα σωρό σκουπιδιών ένα ψυγείο φάνταζε τραγικό κι απειλητικό απ` τη βρόμα. Η Φάϊζα θυμήθηκε τη βρύση της κουζίνας που `ταν χαλασμένη και το νεροχύτη που τώρα πρέπει να `χε ξεχειλίσει μέχρι τα πλακάκια.

  Προσπάθησε να σηκωθεί για να πάει να κλείσει το νερό που κινδύνευε να πλημμυρίσει ολόκληρο το σπίτι. Πώς μπορούσε όμως να ξεγλυστρήσει απ` αυτόν τον κοιμισμένο άνθρωπο; Πώς να τον αφήσει εκεί ολομόναχο, στην επικίνδυνη κατάσταση του; Όσο εκείνος κοιμόταν δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει στη μοίρα του. Ένιωθε δεμένη μαζί του ακόμα και στον ύπνο του.

  Το γυμνό του σώμα ταρακουνιόταν κάτω απ` το τρεμόσβημα του κεριού. Η κοπέλα κοίταξε αυτό το λεπτό, αδύνατο σώμα να χορεύει στις βιολετιές ανταύγειες κι η όψη του της έφερε μιαν ανήκουστη, πλέρια ικανοποίηση. Άπλωσε το `να της χέρι να τον αγγίξει, τον βρ΄ξκε καυτό σαν μια πόληη το κατακαλόκαιρο. Κουβαλούσε μέσα του την κάψα απ` όλες τις ζεστές μέρες. Ήταν καυτή άμμος. Ήταν σκυμμένη πάνω του όπως πάνω στην έρημο.

  Έμεινε κολλημένη σ` αυτό το σώμα απ` όπου ξέφευγε ο αέρας ενός ζώου και μια πρωτόγονη τρυφερότητα. Ένιωθε την παρουσία του σε κάθε γωνιά της σάρκας της. Ήταν δυνατότερη απ` οτιδήποτε άλλο. Ισχυρότερη απ` το σπίτι με τα βαθιά ριζωμένα θεμέλια του. Δυνατότερη απ` τον άνεμο που φυσούσε μέσα απ` τις πόρτες κι απ` το τρελό ρεύμα του ποταμού την εποχή της πλημμύρας.

  Ήταν διψασμένη. Δεν ήξερε τι είδους δίψα ήταν. Έσκυψε πάνω απ` το γυμνό σώμα του άντρα και τον φίλησε. Τώρα κατάλαβε τι αντιπροσώπευε για εκείνην αυτός ο άντρας. Όχι, δεν ήταν αυτός ο δαίμονας. Ο δαίμονας ήταν όλα όσα τη χώριζαν απ` αυτόν. Ο δαίμονας ήταν οι ώρες που περνούσαν μακριά απ` αυτόν, ήταν το μελαγχολικό δωμάτιο που ζούσε, οι γονείς της με τις ηλίθιες προλήψεις τους και τις ανίερες προκαταλήψεις τους, που την κρατούσαν αιχμάλωτη. Όχι, αυτός ο άνθρωπος σίγουρα δεν ήταν ο δαίμονας. Αντίθετα, ήταν ο θάνατος του δαίμονα, ήταν χαρά, η ανώτατη χαρά της ελεύθερης, ζωντανής σάρκας.

  Έγινε επιεικής και πραγματική κι έτσι ανακάλυψε την ισχυρή αλήθεια της σάρκας. Εκείνη τη στιγμή ο άντρας της φαινόταν σαν ένα μικρό άρρωστο παιδί, που `θελε να το χαϊδέψει και να το ψηλαφίσει σαν μάνα. Αχ να μπορούσε να του `δινε το παν, για να τον κάνει ευτυχισμένο.

 - Ο κόσμος δε θα τελειώσει ποτέ. Μη φοβάσαι, μόνο κράτα με κοντά σου. Κι αφού δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς χασίς, θα σου φέρω εγώ λίγο. Ο Αλλάχ ας σε συγχωρέσει.

  Δεν μπορούσε να την ακούσει. Ήταν μακριά. Βρισκόταν στ` απέραντο λιβάδι που το χασίς μεγαλώνει ελεύθερα σαν τριφύλλι.

Αλμπέρ Κοσερί - Ξεχασμένοι απ` το Θεό

Σκιάχτρο

Σε φώναζα...
Σε περίμενα μ' απλωμενα τα χέρια
να με λυτρώσεις,
όταν ήρθε η βάρβαρη σιωπή
να με καρφώσει
με τα χέρια τεταμένα στην έκταση,
απέραντης αναζήτησης
και την ψυχή δοσμένη στην έκσταση,
βαθιάς αγάπης...
Απόμεινα σκιάχτρο στην ερημιά,
με σώμα κουρελιασμένο,
κεφάλι τρύπιο
που στάζει πίσσα,
αλκοόλ και νικοτίνη,
για να τρομάζω τα λιμασμένα πουλιά,
να μη σε ραμφίζουν, Δημιουργέ μου...

Σοφία Σφακιανάκη Ξενάκη - Ζώνη Διάπυρων Κύκλων